- νεοουμανισμός
- οο νεοανθρωπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < neuhumanismus (< νε[ο]- + humanismus < humanus < homo «άνθρωπος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek